- ακορύφωτος
- -η, -ο (Α ἀκορύφωτος, -ον) [κορυφῶ (-ώνω)]νεοελλ.αυτός που δεν έχει φθάσει στο κορύφωμά του, στο ανώτατο σημείο τουαρχ.ο αναρίθμητος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακορύφωτος — η, ο 1. αυτός που δεν κορυφώθηκε: Ο πολιτισμός ορισμένων ανατολικών λαών έμεινε ακορύφωτος. 2. ο χωρίς κορυφή: Ορισμένες πυραμίδες της Αιγύπτου είναι ακορύφωτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκορύφωτα — ἀκορύφωτος not to be summed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)